- Ἡγήσανδρος
- Ἡγήσανδροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ηγήσανδρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Θεσπιεύς (5ος αι. π.Χ.). Αρχηγός σώματος Βοιωτών οπλιτών που πολέμησαν στη Σικελία το 413 π.Χ. 2. Λοχαγός των Αρκάδων κατά την εκστρατεία των Μυρίων (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). 3. Ρόδιος πολιτικός (τέλη 3ου – αρχές… … Dictionary of Greek
Ἡγησάνδρου — Ἡγήσανδρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγησάνδρῳ — Ἡγήσανδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγήσανδρον — Ἡγήσανδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕГЕСАНДР — • Hegesander, Ήγήσανδρος, 1. товарищ Ксенофонта, помогавший ему привести известных 10.000 греков из Внутренней Азии на родину. ср. Хеn. Anab. 6, 1, 5; 2. дельфиец, жил, вероятно, во 2 в. до Р. X., автор сочинения,… … Реальный словарь классических древностей
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek